07/07/2025
Gabo.|
Ο Gabriel García Márquez — ή αλλιώς Gabo, όπως τον αποκαλούσαν τρυφερά — γεννήθηκε το 1927 στο Aracataca της Κολομβίας. Όμως ήταν στην Καρταχένα που βρήκε το πρώτο καταφύγιο του έρωτά του με τη γραφή. Ήταν μόλις 20 χρονών όταν έφτασε στην πόλη, κυνηγημένος από τον πόλεμο, τις φήμες και τα πρώτα του ανήσυχα κείμενα. Εδώ έζησε φτωχικά, αλλά με βλέμμα γεμάτο εικόνες.
Εδώ, στα στενά καλντερίμια του centro histórico, γνώρισε τον κόσμο της δημοσιογραφίας: γράφοντας άρθρα και μαθαίνοντας να παρατηρεί τις πιο αθέατες πλευρές της ζωής. Κοιμόταν σ’ ένα μικρό δωμάτιο, ξυπνούσε με την υγρασία της θάλασσας στα σεντόνια του, και συνέλεγε φράσεις, σιωπές και όνειρα – όλα υλικά που αργότερα θα γίνονταν Μακραγοντία, Έρωτας στα χρόνια της χολέρας, Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει, Εκατό χρόνια μοναξιάς κ.α.
Στην Καρταχένα έμαθε να ζει με το ελάχιστο. Να αγαπά με τρόπο ασύμμετρο. Να γράφει σαν να είναι η τελευταία μέρα στον κόσμο.
Εδώ ήπιε τους πρώτους καφέδες του κάτω από τους βουκαμβίλιες και ερωτεύτηκε την αιώνια Φερμίνα – αληθινή ή φανταστική, ποτέ δεν μάθαμε.
Κι όταν έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο, όταν πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982, επέστρεψε στην Καρταχένα όχι με έπαρση, αλλά με τρυφερότητα. Έχτισε ένα σπίτι στο centro, με λευκούς τοίχους και γαλάζια παράθυρα. Περνούσε τους χειμώνες του εκεί – διαβάζοντας, γράφοντας, περπατώντας σχεδόν αόρατος ανάμεσα στους τουρίστες και τους πλανόδιους.
Ίδρυσε το “Fundación Gabo”, για να στηρίξει τη νεανική δημοσιογραφία και τη δύναμη του λόγου στην Κολομβία.
Ήταν πάντα πιστός στο όνειρο: η λέξη μπορεί να σώσει, να ενώσει, να συγκινήσει.
Σήμερα, μπορεί να μην περπατά στους δρόμους της,
αλλά η Καρταχένα συνεχίζει να μυρίζει Gabo.
Να θυμίζει την ερωτική μελαγχολία του.
Και να κρατά — σαν παλιά επιστολή που δεν εστάλη ποτέ —
το αποτύπωμα ενός ανθρώπου που αγάπησε αυτή την πόλη όχι για ό,τι του έδωσε,
αλλά για όσα του στέρησε.
⸻
Gabo.|
Gabriel García Márquez — or simply Gabo, as he was affectionately called — was born in 1927 in Aracataca, Colombia. But it was in Cartagena that he found the first refuge for his love affair with writing. He was only 20 years old when he arrived in the city, fleeing war, whispers, and his earliest restless words. There, he lived in poverty — but with eyes full of images.
In the narrow alleys of the centro histórico, he discovered journalism: writing articles, learning to observe the hidden sides of life. He slept in a small room, woke up with the sea’s humidity in his sheets, and collected phrases, silences, and dreams — all the raw material that would later become Macondo, Love in the Time of Cholera, No One Writes to the Colonel.
In Cartagena, he learned to live with very little. To love in asymmetry. To write as if the world were ending.
Here, he drank his first coffees under blooming bougainvilleas and fell in love with the eternal Fermina — real or imagined, we never knew.
And when the world knew his name, when he was awarded the Nobel Prize in Literature in 1982, he returned to Cartagena — not with pride, but with tenderness. He built a house in the centro, with whitewashed walls and sky-blue shutters. He spent his winters there — reading, writing, walking almost invisible among tourists and vendors.
He founded the “Fundación Gabo,” to support young journalism and the power of language in Colombia.
He remained faithful to the dream that words can save, unite, and move.
Today, he may no longer walk its streets,
but Cartagena still smells like Gabo.
It echoes with his romantic melancholy.
And it keeps — like an old letter never sent —
the imprint of a man who loved this city
not for what it gave him,
but for everything it refused.
fans